Διατροφή γυναικών με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών

Διατροφή γυναικών με Σύνδρομο Πολυκυστικών ΩοθηκώνTo Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (ΣΠΩ) είναι μία περίπλοκη, άγνωστης αιτιολογίας ενδοκρινική διαταραχή γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, καθώς και αιτία υπογονιμότητας. Η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη για το σύνδρομο υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνισή του όπως πολλές αναπαραγωγικές και μεταβολικές διαταραχές. Κύρια κλινικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι συνήθως οι διαταραχές της έμμηνου ρήσης, ο υπερανδρογονισμός που εκδηλώνεται με δασυτριχισμό, ακμή και αλωπεκία, η υπογονιμότητα. Συνδέεται επίσης και με την παχυσαρκία και την εναπόθεση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς, την αντίσταση στην ινσουλίνη, το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και το μεταβολικό σύνδρομο. Επίσης σχετίζεται με διάφορα καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνους, όπως καρκίνος ενδομητρίου και μαστού λόγω αυξημένων οιστρογόνων. Η επιστημονική κοινότητα υπολογίζει ότι, η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου ανέρχεται στο 4-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας 12-45 ετών.

Η διάγνωση του συνδρόμου προκύπτει όταν συνυπάρχουν κάποια ευρήματα και μεταξύ αυτών είναι η αραιό ή ανωοθυλακιορρηξία, βιοχημικά ή και κλινικά χαρακτηριστικά υπερανδρογοναιμίας, εμφάνιση κυστών στις ωοθήκες (με υπέρηχο) αφού αποκλεισθούν άλλες αιτίες.

Μπορεί η διατροφή να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του Συνδρόμου;

Οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και σακχαρώδους διαβήτη. Η κοιλιακή παχυσαρκία, η ύπαρξη ινσουλινοαντίστασης και η ορμονική διαταραχή είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση των παραπάνω πιθανοτήτων. Συνεπώς, η διατροφή των γυναικών αυτών πρέπει να είναι προσαρμοσμένη έτσι ώστε να στοχεύει στην πρόληψη τέτοιων καταστάσεων.

  • Οι γυναίκες με αυξημένο βάρος σώματος πρέπει να προσπαθούν να το μειώσουν. Γενικά μια μέτρια απώλεια βάρους της τάξης του 5-10% του συνολικού σωματικού βάρους μπορεί να βελτιώσει τις εκδηλώσεις του ΣΠΩ.
  • Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στους υδατάνθρακες, διότι αποτελεί το κυρίως θρεπτικό συστατικό, το οποίο επηρεάζει τη μεταγευματική γλυκόζη αίματος. Προτείνεται η κατανάλωση τροφίμων χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη, όπως είναι τα πλούσια σε φυτικές ίνες τρόφιμα, ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερος γλυκαιμικός έλεγχος.
  • Προτείνεται μείωση της κατανάλωσης τροφίμων πλούσιων σε απλά σάκχαρα όπως είναι τα γλυκά, διάφορα ροφήματα, η ζάχαρη σε οποιαδήποτε μορφή, διότι επιδεινώνουν την υπερινσουλιναιμία ενώ, όταν καταναλώνονται χωρίς μέτρο, προκαλούν αύξηση του σωματικού βάρους.
  • Προτείνεται, η αύξηση κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, τα οποία είναι πλούσια σε διαλυτές φυτικές ίνες, οι οποίες βοηθούν στην ομαλότερη αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα μετά το γεύμα, ενώ παράλληλα προκαλούν μεγαλύτερο αίσθημα του κορεσμού.
  • Προσοχή πρέπει να δίνεται στην ποιότητα των λιπαρών που προσλαμβάνονται μέσω της διατροφής. Είναι απαραίτητος ο περιορισμός των κορεσμένων λιπαρών οξέων (ζωικά λίπη, λάδι καρύδας) καθώς και των trans λιπαρών οξέων (μαργαρίνη, τηγανητά, τυποποιημένα αρτοσκευάσματα). Η κατανάλωση τέτοιων τροφίμων άνευ ορίων προκαλεί αύξηση σωματικού βάρους, αύξηση της LDL χοληστερίνης και του κινδύνου για καρδιοπάθεια. Έμφαση πρέπει να δίνεται στην κατανάλωση μονοακόρεστων λιπαρών οξέων με κυριότερο εκπρόσωπο το ελαιόλαδο. Ωφέλιμη είναι η κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων από λιπαρά ψάρια (σαρδέλα, γαύρος, σολομός, πέστροφα, βακαλάος κλπ), ιχθυέλαια, λιναρόσπορο, καθώς περιορίζουν τη φλεγμονή, μειώνουν τον κίνδυνο θρομβώσεων και σε κάποιο βαθμό τα επίπεδα ολικής χοληστερόλης στο αίμα. Η κατανάλωση συνολικά των λιπαρών πρέπει να γίνεται με μέτρο.
  • Σημαντική είναι η τήρηση πολλών και μικρών γευμάτων μέσα στη ημέρα (5-6 γεύματα). Με αυτόν τον τρόπο τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα διατηρούνται σε φυσιολογικά επίπεδα ή όσο πιο κοντά στα φυσιολογικά είναι δυνατό.
  • Συστήνεται η επαρκής πρόσληψη νερού και υγρών από καλές πηγές όπως τσάι και αφεψήματα, φρέσκους χυμούς φρούτων και γάλα με χαμηλή περιεκτικότητα λιπαρών.
  • Τέλος, συστήνεται προσοχή στην κατανάλωση αλατιού (επιτρέπεται συνολική κατανάλωση αυτού μέχρι 5γρ/ημέρα) και προτείνεται η αντικατάστασή του με διάφορα μπαχαρικά, όταν αυτό είναι δυνατό.

Η άσκηση σε καθημερινή βάση μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ινσουλινοαντίστασης, στη μείωση του σωματικού βάρους αλλά και στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του συνδρόμου. Προτείνονται τουλάχιστον 30 λεπτά μέτριας έντασης σωματική δραστηριότητα, τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας, με σταδιακή αύξηση. Τέτοιες ασκήσεις αποτελούν το περπάτημα, το τζόκινγκ, το κολύμπι, το ποδήλατο και διάφορες άλλες.

Συμπερασματικά, μια ισορροπημένη διατροφή σε συνδυασμό με φυσική δραστηριότητα, μπορεί να συμβάλλει θετικά στη βελτίωση των συμπτωμάτων στις γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών, καθώς και να βοηθήσει στη μείωση το σωματικού βάρους αλλά και στην εξασφάλιση φυσιολογικών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.

Ο σχεδιασμός ενός εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής μετά την ιατρική διάγνωση και την προτεινόμενη φαρμακευτική αγωγή (όπου είναι απαραίτητη), μπορεί να έχει ιδιαίτερα βοηθητικό ρόλο στην αντιμετώπιση του συνδρόμου.

Βιβλιογραφία:

  1. Badawy A, Elnashar A. 2011. Treatment options for polycystic ovary syndrome. International journal of women’s health, 3:25-35.
  2. Ehrmann DA. 2005. Polycystic ovary syndrome. N Engl J Med, 352:1223-1236
  3. Shannon M, Wang Y. 2012. Polycystic ovary syndrome: a common but often unrecognized condition. Journal of midwifery & women’s health (Review), 57(3):221-30.
Αν σας άρεσε το άρθρο μας, μοιραστείτε το με τους φίλους σας. Θα μας βοηθούσε πολύ!